- ακρίζω
- (Α ἀκρίζω)νεοελλ.1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω3. (για πλεούμενο) πλευρίζωμσν.1. τρώω τις άκρες2. κόβω την άκρηαρχ.βαδίζω στις μύτες τών ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος.ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα.ΣΥΝΘ. ἐξακρίζω, ἐπακρίζω, ὑπερακρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.